Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

το φρέσκο γάλα 2) (ο

  • 1 свежий

    свежий 1) φρέσκος; \свежийая рыба το φρέσκο ψάρι; \свежийее молоко το φρέσκο γάλα 2) (ο погоде) δροσερός; \свежий воздух ο καθαρός αέρας
    * * *

    све́жая ры́ба — το φρέσκο ψάρι

    све́жее молоко́ — το φρέσκο γάλα

    2) ( о погоде) δροσερός

    све́жий во́здух — ο καθαρός αέρας

    Русско-греческий словарь > свежий

  • 2 парной

    επ.
    1. φρέσκος• αχνιστός•

    -бе молоко φρέσκο γάλα• -όβ•

    мисо φρέσκο κρέας.

    2. πλήρης υδρατμών, υγρασίας• κάθυγρος.

    Большой русско-греческий словарь > парной

  • 3 сырой

    επ., βρ: сыр, сыра, сыро.
    1. υγρός, νότιος• νωπός• βρεγμένος, μουσκευμένος•

    -ое бель υγρά ρούχα•

    -ые дрова βρεγμένα ή χλωρά καυσόξυλα•

    сырой воздух υγρός αέρας•

    -ая погода υγρός καιρός•

    сырой климат υγρό κλίμα.

    2. ωμός, άψητος• άβραστος• φρέσκος•

    -ое молоко άβραστο (φρέσκο) γάλα•

    пить -ую воду πίνω άβραστο νερό•

    сырой хлеб άψητο (γλοιώδες) ψωμί.

    || μτφ. ανεπεξέργαστος, χλιαρός.

    Большой русско-греческий словарь > сырой

  • 4 молоко

    ουδ.
    1. γάλα•

    грудное молоко το γάλα στήθους•

    козье молоко γίδινο γάλα•

    овечье молоко πρόβειο γάλα•

    коровье молоко γελαδινό γάλα•

    топлённое молоко βρασμένο γάλα•

    парное молоко άβραστο γάλα (φρέσκο)1 сгущнное молоко συμπυκνωμένο γάλα ή γάλα του κουτιού•

    кислое молоко το γιαούρτι•

    сухое молоко η γαλατόσκονη•

    снятое молоко αποβουτυρωμένο γάλα•

    кофе с -ом γάλα με καφέ.

    2. γαλατόχορτο, γαλατσόχορτο, γαλατσίδα.
    3. διάλυμα γαλακτώδες•

    известковое молоко το γάλα ασβέστης.

    εκφρ.
    обжёгшись на молоко, будешь дуть и на водуπαρμ. • κάηκε η γριά στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι.

    Большой русско-греческий словарь > молоко

  • 5 парной

    пари||ой
    прил φρέσκος:
    \парнойое молоко́ τό φρεσκοαρμεγμένο γάλα, τό νωπό γάλα \парнойое мясо τό φρέσκο κρέας.

    Русско-новогреческий словарь > парной

  • 6 масло

    масл||о
    с
    1. (растительное, минеральное) τό λάδι, τό ἔλαιον:
    оливковое \масло τό ληόλαδο, τό ἐλαιόλαδο· подсолнечное \масло τό σπορέλαιο[ν]· пальмовое \масло τό φοινι-κόλαδο, τό φοινικέλαιον миндальное \масло τό ἀμυγδαλόλαδο, τό ἀμυγδέλαιο[ν]· ореховое \масло τό καρυδέλαιο[ν]· розовое \масло τό ροδέλαιο[ν]· машинное \масло τό λαδί τής μηχανής, τό μηχανέλαιο, τό γράσο· эфирные \маслоа αἰθέρια ἐλαία·
    2. (коровье) τό βούτυρο[ν]:
    сливочное \масло τό φρέσκο βούτυρο· сбивать \масло κτυπώ (или δέρνω) τό γάλα· топленое \масло τό λυωμένο (или тб μαγειρικό) βούτυρο·
    3. жив. τό λάδι:
    писать \маслоом ἐλαιογραφώ, ζωγραφίζω μέ λάδι· картина, написанная \маслоом ἡ ἐλαιογραφία (или ὁ πίνακας) ζωγραφισμένος μέ λάδι, τό λάδι· ◊ подливать \маслоλ в огонь разг χύνω λάδι στή φωτιά· кататься как сыр в \маслое разг περνώ ζωή καί κότα, περνώ κοτσάνι· все идет как по \маслоу разг ἡ δουλειά πάει καλά, ἡ δουλειά πάει φίνα.

    Русско-новогреческий словарь > масло

  • 7 масло

    ουδ.
    1. λάδι, έλαιο, λίπος• βούτυρο•

    растительное масло λάδι φυτικό•

    сливочное масло φρέσκο βούτυρο ή της φέτας•

    топлёное масло βούτυρο μαγειρικής ή λιωμένο•

    эфирное масло αιθέριο έλαιο•

    хлопковое масло βαμπακόλαδο, βαμβακέλαιο•

    льняное масло λινέλαιο, λιναρόλαδο•

    миндальное масло αμυγδαλέλαιο•

    машинное масло λάδι της μηχανής•

    смазочное масло μηχανέλαιο•

    минеральные -а ορυκτέλαια•

    сбивать масло χτυπώ το γάλα, βγάζω βούτυρο•

    коровье масло βούτυρο αγελάδας•

    завод растительных масел ελαιοτριβείο.

    2. χρώματα ελαιογραφίας. || πίνακας ζωγραφικής με ελαιοχρώματα.
    εκφρ.
    масло масляное – όχι κρασί με νερό, παρά νερό με κρασί (ταυτόσημο)•
    подёрнуться -ом – (για μάτια ή βλέμμα) γυαλίζω, λάμπω•
    как по -у – ομαλά, ήρεμα, απρόσκοπτα•
    как (будто) -ом по сердцу – που προκαλεί αγαλλίαση•
    ерунда (чепуха) на постном -е – αερολογίες, ανεμολογίες, κενολογίες, ασημαντολογίες•
    кашу -ом не испортишьπαρμ. το πολύ βίος μάτια δε βγάζει.

    Большой русско-греческий словарь > масло

См. также в других словарях:

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • παστερίωση — Μέθοδος εξουδετέρωσης με χρήση θερμότητας των φυσικών ενζύμων ή παθογόνων σπερμάτων που βρίσκονται σε οργανικά υγρά. Ο Παστέρ υπήρξε ο πρώτος που επινόησε τη μέθοδο αυτή για την αποστείρωση των υγρών. Η π. εφαρμόζεται ειδικά για να συντηρηθεί το… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • γαλατόπιτα — γαλατόπιτα, η και γαλακτόπιτα, η πίτα με γάλα: Έφτιαξα γαλατόπιτα με φρέσκο γάλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • τάμισος — ἡ, ΜΑ πυτιά («τυρὸν πᾱξαι τάμισον δριμεῑαν ἐνεῑσα», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα ταμ τού τέμνω* (πρβλ. αόρ. β ἔταμ ον) με επίθημα σος, που απαντά σε ονομασίες φυτών ή οργάνων (πρβλ. κύτισος, μάδισος). Η… …   Dictionary of Greek

  • νωπογραφία — Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι… …   Dictionary of Greek

  • βούτυρο — Λιπαρό προϊόν διατροφής, με λευκό ή κιτρινωπό χρώμα, που παρασκευάζεται από την κρέμα του γάλακτος των ζώων. Ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής του, διακρίνεται σε νωπό ή φρέσκο β. και σε λιωμένο β. μαγειρικής. Το νωπό β. αποτελείται από λιπαρές… …   Dictionary of Greek

  • χαλούμι — Είδος τυριού που κατασκευάζεται στην Κύπρο. Γίνεται από γάλα και για τη ζύμωση χρησιμοποιείται πυτιά χοίρου. Όταν πήξει, κόβεται σε τετράγωνα κομμάτια τα οποία διπλώνονται στα δυο έτσι ώστε να γίνουν τρίγωνα. Φυλάσσεται μέσα σε μικρά πήλινα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»